χορτώδης

χορτώδης
χορτώδης, ες,
A of grass, like grass,

τροφή LXX 2 Ma.5.27

, cf. Dsc.4.69;

τὴν ὑποστάθμην, τοῦτ' ἔστι τὰ χ. Aët.12.55

;

τόποι

grassy,

Hippiatr.117

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χορτώδης — of grass masc/fem acc pl (attic epic doric) χορτώδης of grass masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) χορτώδης of grass masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορτώδης — ες / χορτώδης, ῶδες, ΝΜΑ [χόρτος] νεοελλ. (λόγιος τ.) 1. όμοιος με χόρτο 2. γεμάτος χόρτα μσν. αρχ. αυτός που αποτελείται από χόρτα …   Dictionary of Greek

  • χορτώδει — χορτώδης of grass masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) χορτώδης of grass masc/fem/neut dat sg χορτώδεϊ , χορτώδης of grass dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορτώδη — χορτώδης of grass neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χορτώδης of grass masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χορτώδης of grass masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορτῶδες — χορτώδης of grass masc/fem voc sg χορτώδης of grass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορτώδεις — χορτώδης of grass masc/fem acc pl χορτώδης of grass masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορτώδους — χορτώδης of grass masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • χόρτος — ὁ, ΜΑ αυτοφυές χόρτο, χρησιμοποιούμενο ιδίως για ζωοτροφή (α. «ὁ ἐξανατέλλων χόρτον τοῑς κτήνεσι...», ΠΔ β. «σῑτον ἐσενηνέχθαι πολλὸν καὶ χόρτον τοῑσι ὑποζυγίοισι», Ηρόδ.) αρχ. 1. τόπος περιφραγμένος και φυτευμένος με διάφορα φυτά και δέντρα,… …   Dictionary of Greek

  • ԽՈՏԱԲՈՒՏ — ( ) NBH 1 0969 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 10c ա. որ բտի խոտով. խոտաճարակ. խոտաբոյծ. եւ Խոտաճարական. *Խոտաբուտ կենօք իբրեւ զվայրենիս ընդունէին զկերակուրս: Ի Խոտաբուտ կեանս եւայլն. Եղիշ. ՟Ը: Յհ. կթ.: Եւ Խոտեղէն. χορτώδης gramineus …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”